4 Νοε 2009

Οι σαρανταποδαρούσες

Στην Αμερική τις σαρανταποδαρούσες τις λένε παππουτσοπουτάνες


shoe whore: Someone who owns too many shoes.


about uz

Είμαστε η Ζαμπέτα και η Κοκέτα. Μας αρέσει να γράφουμε!! Έχουμε πολύ (δήθεν) γούστο… και το μυριζόμαστε μαζί σας!! Ότι ντύνεται με illustration κινηματογράφου (εξού και το θέλω Hollywood)… ότι στοχεύει στο γαργάλημα του tourist gaze http://www.aughty.org/pdf/glob_tourist_gaze.pdf, ότι ενδιαφέρει την φοβερή bobo νοοτροπία (καθώς και την wannabe bobο υστερία) http://en.wikipedia.org/wiki/Bobos_in_Paradise εμείς θέλουμε να το σχολιάζουμε!!

Έμπνευσή μας η νέα κυβέρνηση της σοσιαλιστικής σαμπάνιας (http://en.wikipedia.org/wiki/Champagne_socialist) ο μέγας παραμυθάς Χριστόφορος http://frikipaideia.wikia.com/wiki/Χριστόφορος_Παπακαλιάτης και μία φίλη μας της οποίας το όνομα δεν αποκαλύπτουμε… αλλά θα διαβάσετε πολλά «κουλά» που μας πετάει κατά καιρούς (για τις ανάγκες αυτού του Blog ας την ονομάσουμε η κυρία Κουλίδου)

Enjoy!! 

2 Νοε 2009

Ιστορίες μία κυρίας... και άλλες ιστορίες... και άλλες κυρίες!!

Μαστίχα με ροζ πιπέρι – Matic è Penco Peppero - un histoire damour


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν η Ματίκ...  η μικρή Μαστίχα που γεννήθηκε και μεγάλωνε σε ένα νησί του Αιγαίου πελάγους στα ανατολικά της Μεσογείου.  Είχε ανατραφεί με τις καλύτερες νταντάδες του νησιού, μάθαινε γαλλικά, έπαιζε πιάνο, χόρευε μπαλέτο και απαντούσε μόνο όταν την φώναζαν Ματίκ (έτσι είχε επιμείνει η σικ Χιώτισα μάνα της να την αποκαλούν μιας και το Μαστίχα ή Μαστιχούλα της φάνταζε ιδιαιτέρως μπανάλ).


Πέρασαν που λέτε τα χρόνια... και η μικρή Ματίκ έγινε μια νεαρή δεσποινίδα ετών 17... στα 18 (μην κρύβουμε και χρόνια) έτοιμη να ανακαλύψει τον κόσμο -ή και τον μικρόκοσμο που της είχαν ετοιμάσει από το σπίτι- ταξιδεύοντας προς την δύση και συγκεκριμένα στους μικρούς trendyhip δρόμους του Μαρέ και τους διαδρόμους της τέχνης και διανόησης της Σορβόνης. Θα πήγαινε λέει να σπουδάσει ιστορία της Τέχνης... και μετά ίσως έκανε κι ένα μεταπτυχιακό στη Νέα Υόρκη σε περίπτωση που ο γαλλικός αέρας δεν ήταν αρκετός για να γίνει αυτό που η σικ Χιώτισσα είχε ονειρευτεί για την κόρη της...


Έτσι, αφού πέρασε ένα τρελό καλοκαίρι κάνοντας ξέφρενο island hopping στα ελληνικά νησιά, πήρε το αεροπλάνο συνοδευόμενη από την σικ Χιώτισσα. Προηγήθηκε βέβαια ένας τρελός καβγάς στο Ελ. Βενιζέλος για το εάν θα αγοράσει η Ματίκ την νέα της LV από τα καταστήματα τους αεροδρομίου ή από το flagship store του Παρισίου... αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την ιστορία μας... έτσι για τσαχπινιά το αναφέρω!


Έφτασαν που λέτε η Ματίκ με την σικ Χιώτισσα μάνα στο Παρίσι, ήπιαν καφέ στις όχθες του Σηκουάνα, πέρασαν μία βόλτα και από το Λούβρο, για να μπορεί να λέει η Σικ Χιώτισσα στις φιλενάδες της ότι πήγε και στο Λούβρο, κι ύστερα ξεκατινιάστηκαν στο shopping για να ολοκληρώσούν το wannabe chic look της almost debutant Matic (just for the reference η Ματίκ που κανονικά ήταν Μαστίχα... πλέον είναι Matic). Αφού ολοκληρώθηκε το styling και η εγκατάσταση της Matic στο χαριτωμένο studio της rue des Francs-Bourgeois, η σικ Χιώτισσα έφυγε για το νησί της και η μικρή Matic έμεινε για να ανακαλύψει τον «κόσμο»...


Η ημέρα εγγραφών κι επιλογής μαθημάτων έφτασε και η Matic μας ξύπνησε πρωί πρωί, πήρε τον πρωινό της, απόλαυσε το μπάνιο της, έβαλε τα ρούχα τα οποία είχε επιλέξει από την προηγούμενη, διότι ήθελε να κάνει την σωστή πρώτη εμφάνιση, έπιασε με μία γρήγορη κίνηση τα κλειδιά και την νέα της LV (την κατάφερε τελικά την σικ Χιώτισσα) και off she went!!


Κι όμως με το που έφτασε, με το που έκανε το πρώτο της βήμα στους διαδρόμους της τέχνης και της διανόησης, η Matic αντίκρισε έναν άλλο κόσμο από αυτόν που είχε φανταστεί...


«Μαμάααααααααα όλοι μου οι συμφοιτητές είναι κάτι trendy τζαπανάκια που κουβαλάνε ότι gadget έχει λανσάσει η apple τους τελευταίους μήνες, κάτι αξύριστες αριστερές γαλλίδες, κάτι hip hop αλγεριανονιγηριανοί... ένιωσα τελείως χαζή... σαν σαμπάνια σε μπιραρία* αισθάνθηκα!!»


«Ωωωω!! Non mon cherie!! Θα δεις θα γνωρίσεις πολύ ενδιαφέρον κόσμο στο Παρίσι... έτσι είναι στην αρχή όλοι τους στο Πανεπιστήμιο... νομίζουν ότι θα ζήσουν τον Μάη του 68... να δεις που μέχρι το 3ο έτος θα βγάλουν όλοι τον σικ εαυτό τους!!»


«Όχι δεν θέλω να μείνω... θέλω να πάω κι εγώ στο Brown… που πήγε η Φρόσω η Φράουλα ή στο Γέιλ που πήγε ο Στάθης ο Λουκούμης...»




Οι μέρες πέρασαν... ίσως και κάποιες εβδομάδες... και η Matic μας έμενε κλεισμένη στο μικρό κι όχι και τόσο χαριτωμένο πλέον studio της rue des Francs-Bourgeois κι έβγαινε μονάχα για να πάει στα μαθήματα της... και για να αγοράσει κρουασάν, γάλα και μπανάνες τα οποία είχε αναγάγει στην καθημερινή της ιεροτελεστία.


Ώσπου μία μέρα καθώς περίμενε να αρχίσει το μάθημα, κάτι δυνατό την χτύπησε... ποτέ δεν έμαθε τι ήταν αυτό το τόσο δυνατό που την σώριασε στο βρόμικο μαρμάρινο πάτωμα του αμφιθεάτρου, απλά θυμάται να ανοίγει τα μάτια της και να αντικρίζει το υπέροχο υγρό βλέμμα εκείνου… του Πένκο Πεπέρο**.



To be continued






* Champagne vs Μπύρα: η ιστορία μία σαμπάνιας που καταναλώθηκε σε μία μπυραρία
**Πένκο Πεπέρο AKA Pink Pepper / Schinus molle / Peruvian Pepper / Ροζ πιπέρι

1 Μαΐ 2008

μία μαργαρίτα που την έλεγαν Χαρούλα...

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μία μαργαρίτα που την έλεγαν Χαρούλα. Η Χαρούλα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα σκοτεινό και γεμάτο καπνούς μπαρ κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Ο υπεύθυνος του φυτωρίου είχε κάνει λάθος την παραγγελία κι έτσι η μικρή Χαρούλα πέρναγε τον χρόνο της δίπλα στην Κάκια την μικρή Μέντα.

Η Χαρούλα όσο μεγάλωνε όλο και περισσότερο ένιωθε να αναζητάει κάτι άλλο κάτι διαφορετικό από μια στριμωγμένη θεσούλα στο παράθυρο του μικρού μπαρ. Η μέντα από την άλλη μεριά, ήταν περήφανη και γεμάτη ενθουσιασμό για την περίοπτη θέση της στην μέση του παραθύρου. Βλέπετε η Κάκια είχε γίνει πολύ διάσημη στους θαμώνες κι όλη την θαύμαζαν για την υπέροχη γεύση που πρόσφερε στα μοδάτα εξωτικά κοκτέιλ όπου χάριζε τα φυλλαράκια της.

Η Χαρούλα ένιωθε μόνη και όλο ονειρευόταν ξένα μέρη, μακρινά όπου θα υπήρχαν κι άλλες μαργαρίτες σαν αυτήν και θα μπορούσε να παίξει μαζί τους, να τρέξουν παρέα στα λαγκάδια κάτω από τον καυτό ήλιο… να οσφριστούν την άνοιξη… να χαμογελάσουν στα πουλάκια…

Μία μέρα το πήρε απόφαση… θα το έσκαγε από το ζοφερό μπαρ. Μία μέρα άκουσε μία ατάλαντη ηθοποιό να καυχιέται για το νέο της σπίτι που έχτισε στη κορυφή ενός βουνού κι είχε λέει πολύ όμορφη θέα… το βουνό το λέγανε Υμηττό από ότι είχε συγκρατήσει. Το σχέδιο ήταν σχεδόν έτοιμο… είχε προορισμό. Θα πήγαινε στο βουνό που το λένε Υμηττό. Το πρόβλημά της ήταν ότι δεν ήξερε τον δρόμο. Μία λοιπόν ήταν η λύση. Να πείσει την Κάκια να την ακολουθήσει. Εκείνη ήξερε τον δρόμο… Της είχε εκμυστηρευτεί μία φορά ότι το είχε σκάσει μία φορά με τον μαϊντανό τον Μάκη και είχαν πάει λέει να δουν την θέα. Είχε γυρίσει η Κάκια μες την τρελή χαρά.

Τέλεια λοιπόν! αυτό είναι! Δεν έχει παρά μόνο να πείσει την Κάκια να την ακολουθήσει. Θα το έκανε το βράδυ… μετά το κλείσιμο του μπαρ που θα έμεναν μόνες και θα μπορούσαν να μιλήσουν με την ησυχία τους χωρίς την εκκωφαντική μουσική να τους τρελαίνει τα αυτιά θα της εξιστορούσε όλο της το σχέδιο…

Ο ήλιος έπεσε… τα φώτα της πόλης άναψαν… κι ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στο μικρό υπόγειο μπαράκι…

Έχει πολύ κόσμο σήμερα… βλέπετε αύριο έχουν απεργία τα μέσα μαζικής μεταφοράς… κι ο κόσμος βρήκε την ευκαιρία να το ρίξει έξω… εφόσον τους παρέχεται η δικαιολογία για μία πιθανή αργοπορία τους στην δουλειά.

Κόσμος έμπαινε κόσμος έβγαινε… κάπνιζε, έπινε, στριμωχνόταν, παραπάταγε… ένας κυριούλης συγκεκριμένα είχε εναποθέσει τον πισινό του στο περβάζι του παραθύρου και στρίμωχνε ακόμη περισσότερο την Χαρούλα… Κι ενώ η μικρή μας μαργαρίτα είχε σκεφτεί να περιμένει μέχρι το κλείσιμο… ένιωσε ένα πνίξιμο… δεν μπορούσε να περιμένει ούτε ένα λεπτό ακόμα… να υπομένει αυτή την κατάσταση… οπότε γυρίζει προς την Κάκια και της λέει…

«Κάκια… έεε Κάκια… με ακούς?»

«Προσπαθώ» της αποκρίνεται…

«Σου αρέσει εδώ? Σου αρέσει να σε ξεμαλλιάζουν κάθε βράδυ για να γίνονται φέσι τύποι σαν τον χοντρούλη που μας έχει στριμώξει?»

«Τι εννοείς» την ρωτάει αφενός ξαφνιασμένη η Κάκια

«Εννοώ ότι δεν έχει νόημα να καθόμαστε εδώ… και να μας εκμεταλλεύονται! Εμένα ως γλάστρα που τους ομορφαίνει τον χώρο κι εσένα ως χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού για την φυλλωσιά σου»

«Α καλά… δεν σου έχω πει ρε Χαρούλα να μην ακούς τους αριστεριστές που έρχονται κάθε Πέμπτη? Αυτά που λένε είναι ουτοπικά… μου το έχει πει κι ο Μάκης… Καλά είμαστε εδώ… εμένα μου αρέσει… Όλοι με μένα ασχολούνται… και με προσέχουν…

«Νομίζεις ότι σε προσέχουν… στην ουσία σε εκμεταλλεύονται και σε αποχαυνώνουν με δήθεν bonus όπως την περίοπτη θέση σου στο παράθυρο… ή την εκδρομή που σε πήγαν μέχρι του Ψυρρή για να σου αλλάξουν γλάστρα!»

«Ζηλεύεις και τα λες αυτά!»

«Οκ πες ότι ζηλεύω… Δεν θες όμως να πας στον Υμηττό να ξανασυναντήσεις τον Μάκη τον Μαϊντανό?»

«Ε? δεν ξέρω… όχι… δεν θέλω… τις προάλλες η παπαρούνα μου έστειλε μήνυμα ότι τώρα τελευταία κάνει πολύ παρέα με μία τσουκνίδα…»

«Ναι ε? ε και? Ξέρεις πόσους πρασινωπούς τύπους έχει στον Υμηττό… Θα γνωρίσεις ουυυυυ πολλούς…»

«Λες ε? και πως θα φύγουμε? Αφού οι ρίζες μας είναι σφηνωμένες μέσα σε αυτές τις άβολες γλάστρες…»

«Το έχω κανονίσει και αυτό… Άκου τι θα κάνουμε… θα κουνηθείς… θα πετάξεις λίγο χνούδι… θα το μυρίσει ο χοντρούλης… θα φτερνιστεί… θα κουνηθεί… θα μας κουνήσει κι εμάς… θα δώσουμε λίγη ώθηση… θα πέσουμε κάτω… θα σπάσει η γλάστρα… και μετά όπου φύγει φύγει…»

Τελικά η μικρή Χαρούλα την έπεισε την Κάκια ή μάλλον τις ορμόνες τις Κάκιας… και το σχέδιο πήγε κατ’ ευχήν… όλα έγιναν όπως τα είχε σχεδιάσει η μαργαριτούλα…


Βρήκαν λίγες δυσκολίες στο να πιαστούν από το λεωφορείο που κατέβαινε την λεωφόρο Βουλιαγμένης αλλά τελικά κατάφεραν κι έφτασαν στους πρόποδες του βουνού…

Μέρες πέρασαν… βροχές έπεσαν… Η Χαρούλα συναχώθηκε λιγάκι αλλά δεν το έβαλαν κάτω… κούτσα κούτσα… με τις μικρές ατροφικές τους ρίζες λόγω ακινησίας… κατάφερναν κάθε μέρα να μικραίνουν την απόσταση που τους χώριζε από την κορυφή του βουνού…
Όταν τελικά τα κατάφεραν…πήγαν κούρνιασαν δίπλα σε ένα βραχάκι… Έχωσαν τις ρίζες τους μέσα στο δροσερό χώμα… κι αποκοιμήθηκαν… περιμένοντας την αυγή που θα τους χάριζε το φως για να απολαύσουν τα υπέροχα χρώματα της αληθινής μέρας και την απέραντη θέα από την κορυφή του βουνού.

Η αυγή ήρθε πολύ γρήγορα… Άνοιξαν και οι δύο τα ματάκια τους… τα έτριψαν με τα ταλαιπωρημένα τους φυλλαράκια… και τέντωσαν τον λεπτό βλαστό τους…

Ξαφνικά μία σκιά ήρθε να τους κρύψει το φως και την θέα … Ήταν ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια και φακίδες με το πιο ενοχλητικό και χαζό χαμόγελο που είχε βγει βόλτα παρέα με τον σκύλο του…

Η Κάκια είπε να γίνει κοινωνική και να πει «καλημέρα…» αλλά πριν προλάβει να προφέρει τους φθόγγους… το σκυλάκι σήκωσε το ποδαράκι του και έκανε ντους την μικρή Μέντα… και το κοριτσάκι άρπαξε την Χαρούλα την έφερε κοντά στο πρόσωπό της και άρχισε να ψιθυρίζει…

«Μ’ αγαπά? Δεν μ’ αγαπά…?